ταιριασμένος

ταιριασμένος
η , ο , ταιριασμένοςστός, η , ό , ταιριασμένοςχτός, ή , ό
1) подходящий; подобранный под пару;

ταιριασμένοςστό αντρόγυνο — хорошая пара (о супругах);

2) соответствующий; подходящий, годный; приспособленный, прилаженный; пригнанный, подогнанный;
3) подобающий, достойный, приличествующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταιριασμένος" в других словарях:

  • ταιριάζω — 1 ταίριασα, ταιριασμένος βλ. πίν. 35 2 ταίριαξα, ταιριασμένος βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. ταιριάζει) Σημειώσεις: ταιριάζω : η παθητική φωνή (ταιριάζομαι, βλ. πίν. 36 ή 24 ) είναι σπάνια …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ετερόζυγος — η, ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, ον) 1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο 2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής νεοελλ. ετεροβαρής, άδικος μσν. συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος αρχ. 1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός 2 …   Dictionary of Greek

  • ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • παράταιρος — η, ο [παραταίρι] αυτός που δεν έχει προσαρμοστεί σωστά, ο κακά ταιριασμένος, ο ανόμοιος ή ασύμφωνος με τον άλλο, ιδίως για πράγματα ή πρόσωπα που αποτελούν ζευγάρι («παράταιρα παπούτσια») …   Dictionary of Greek

  • σύντροπος — ον, Α (αμφβλ. σημ.) ευάρμοστος, ταιριασμένος ή, κατ άλλους, εγγενής, σύμφυτος. Επιρρ. συντρόπως Α με τον κατάλληλο, τρόπο, όπως πρέπει, όπως αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρόπος (πρβλ. επίτροπος)] …   Dictionary of Greek

  • ταιριάζω — Ν [ταίρι] 1. συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, τά κάνω ταίρια 2. συνδυάζω («ταιριάζω τους χρωματισμούς») 3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία, εναρμονίζομαι («οι φωνές μας δεν ταιριάζουν») 4. (ως απρόσ.) ταιριάζει αρμόζει, πάει,… …   Dictionary of Greek

  • καλοταίριαστος, -η — ο και καλοταίριαχτος, η, ο ταιριασμένος, συνδυασμένος με επιτυχία: Η παρέα αυτή είναι καλοταίριαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»