ταιριάζω — 1 ταίριασα, ταιριασμένος βλ. πίν. 35 2 ταίριαξα, ταιριασμένος βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. ταιριάζει) Σημειώσεις: ταιριάζω : η παθητική φωνή (ταιριάζομαι, βλ. πίν. 36 ή 24 ) είναι σπάνια … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ετερόζυγος — η, ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, ον) 1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο 2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής νεοελλ. ετεροβαρής, άδικος μσν. συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος αρχ. 1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός 2 … Dictionary of Greek
ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
παράταιρος — η, ο [παραταίρι] αυτός που δεν έχει προσαρμοστεί σωστά, ο κακά ταιριασμένος, ο ανόμοιος ή ασύμφωνος με τον άλλο, ιδίως για πράγματα ή πρόσωπα που αποτελούν ζευγάρι («παράταιρα παπούτσια») … Dictionary of Greek
σύντροπος — ον, Α (αμφβλ. σημ.) ευάρμοστος, ταιριασμένος ή, κατ άλλους, εγγενής, σύμφυτος. Επιρρ. συντρόπως Α με τον κατάλληλο, τρόπο, όπως πρέπει, όπως αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρόπος (πρβλ. επίτροπος)] … Dictionary of Greek
ταιριάζω — Ν [ταίρι] 1. συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, τά κάνω ταίρια 2. συνδυάζω («ταιριάζω τους χρωματισμούς») 3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία, εναρμονίζομαι («οι φωνές μας δεν ταιριάζουν») 4. (ως απρόσ.) ταιριάζει αρμόζει, πάει,… … Dictionary of Greek
καλοταίριαστος, -η — ο και καλοταίριαχτος, η, ο ταιριασμένος, συνδυασμένος με επιτυχία: Η παρέα αυτή είναι καλοταίριαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)